ταλαντώνω

ταλαντώνω
ταλαντῶ, -όω, ΝΑ [τάλαντον]
ταλαντεύω
νεοελλ.
(το μέσ. και παθ.) ταλαντώνομαι
υφίσταμαι ταλαντώσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταλαντωτής — Στη δυναμική είναι ένα σώμα (το οποίο ορίζεται ως σημείο) που υπόκειται σε περιοδική κίνηση, επανέρχεται δηλαδή στην ίδια θέση σε ίσα χρονικά διαστήματα (περίοδοι) και με την ίδια ταχύτητα, επαναλαμβάνοντας την κίνησή του· γενικότερα, στον ορισμό …   Dictionary of Greek

  • ταλάντωθρο — το, Ν εξάρτημα μηχανής τού οποίου η ταλάντωση ρυθμίζει την κίνησή της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντώνω + επίθημα θρο (πρβλ. σάρω θρο). Η λ., στον λόγιο τ. ταλάντωθρον, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

  • ταλαντογράφος — Όργανο για τη γραφική ή φωτογραφική αποτύπωση των ταλαντώσεων ηλεκτρικών, μηχανικών ή άλλου τύπου μεγεθών. Ιδιαίτερα απλοί είναι οι μηχανικοί τ., με τους οποίους καταγράφονται οι μηχανικές ταλαντώσεις κατά τον ακόλουθο τρόπο: επί του παλλόμενου… …   Dictionary of Greek

  • ταλαντόγραμμα — το, Ν φυσ. καμπύλη χαραγμένη στον πίνακα τού ταλαντογράφου, τού παλμογράφου, αλλ. παλμογράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντώνω + γράμμα (< γράφω), πρβλ. ιδεό γραμμα] …   Dictionary of Greek

  • ταλαντόμετρο — το, Ν ο παλμογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντώνω + μέτρο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”